- ὠρικός
- ὀρίνωstirperf part act neut nom/voc/acc sgὠρίζωperf part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὤρικος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωρικός — Αρχαία πόλη της ιλλυρικής Αμαντίας στο Ιόνιο πέλαγος, όχι μακριά από τις εκβολές του Αώου ποταμού. Σύμφωνα με την παράδοση Ιδρύθηκε όπως και η Αμαντία, από Ευβοείς, που επέστρεφαν από την Τροία. Πάντως ήταν αρχαιότατη ελληνική πόλη (Hρόδ. 9,90),… … Dictionary of Greek
ὡρικός — ὁρίζω divide perf part act neut nom/voc/acc sg ὡρικός in one s prime masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρικόν — ὡρικός in one s prime masc acc sg ὡρικός in one s prime neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρικώτατα — ὡρικός in one s prime adverbial superl ὡρικός in one s prime neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὠρίκου — Ὤρικος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὠρίκους — Ὤρικος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὠρίκων — Ὤρικος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὠρίκῳ — Ὤρικος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρικοῖς — ὡρικός in one s prime masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)